30 Jan Αιτιολογία – Επιπτώσεις
Όσον αφορά την αιτιολογία του καρκίνου ελάχιστοι παράγοντες κινδύνου έχουν αναγνωριστεί. Εκτιμάται ότι το 4 – 8% των παιδικών καρκίνων προκύπτει λόγω γενετικής προδιάθεσης και υπάρχουν περισσότερα από 100 γνωστά γενετικά σύνδρομα που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για ανάπτυξη παιδικού καρκίνου. Όσο η έρευνα εξελίσσεται, αναμένεται να αυξηθεί η αντιστοίχιση των γενετικών μεταλλάξεων με διάφορες πιο σπάνιες μορφές καρκίνου (1).
Επίσης, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές του καρκίνου στους ενήλικες και στις παιδιατρικούς ασθενείς. Σε αντίθεση με πολλούς τύπους που εμφανίζονται στους ενήλικες, οι παιδιατρικοί τύποι δεν σχετίζονται τόσο ισχυρά με τον τρόπο ζωής ή με περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου, με μόνο ένα μικρό μέρος του να είναι γονιδιακής αιτιολογίας. Παράλληλα, η θεραπευτική τους προσέγγιση τείνει να είναι πιο επιτυχημένη, με μόνο σημαντικό μειονέκτημα το αντίκτυπο μερικών θεραπειών όπως είναι η ακτινοβολία μιας και ακόμα βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης (7).
Το υψηλό ποσοστό επιβίωσης των παιδιών με καρκίνο συχνά συνοδεύεται και με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ανεπιθύμητων παρενεργειών εξαιτίας της μακροχρόνια χήμειο- και ακτινοθεραπείας. Η χημειοθεραπεία καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα και μπορεί να παρέμβει στη φυσιολογική τους ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αλλά και με σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση της υγείας τους και στην ενήλικη ζωή τους. Εκτιμάται ότι το 62% των ενηλίκων που έχουν επιβιώσει από κάποιο παιδικό τύπο καρκίνου έχουν περισσότερο από ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας εξαιτίας της θεραπείας, το 38% περισσότερα από 2 και το 28% κάποιο πολύ σοβαρό πρόβλημα όπως είναι η καρδιομυοπάθεια (4).
Τα παιδιά που βρίσκονται σε θεραπεία για τον καρκίνο βρίσκονται πολλές φορές αντιμέτωπα με σοβαρές παρενέργειες, συμπεριλαμβανομένου επιπλοκών στην: ανάπτυξη, γνωσιακή λειτουργία, νευρολογική λειτουργία, αναπνευστική ικανότητα, μυοσκελετικό σύστημα και με δευτερογενείς κακοήθειες. Έτσι, σαν ενήλικες μπορεί να υποφέρουν από: καρδιομυοπάθειες, αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα (συμπεριλαμβανομένου της υπέρτασης και των δυσλιπιδαιμιών), παχυσαρκίας, αναπνευστικών διαταραχών, σακχαρώδη διαβήτη και ενδοκρινολογικών διαταραχών (4).